- πιθανουργός
- -όν, Ααυτός που καθιστά κάτι πιθανό, πιστευτό.[ΕΤΥΜΟΛ. < πιθανός + -ουργός (< ἔργον*), πρβλ. ιερ-ουργός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πιθανουργός — making probable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
πιθανουργία — ἡ, Α [πιθανουργός] η αληθοφανής επιχειρηματολογία, το να καθιστά κανείς κάτι πιθανό, πιστευτό … Dictionary of Greek